- πινακοπώλης
- ὁ, Ααυτός που πουλούσε μαδημένα πουλερικά, τοποθετημένα πάνω σε ξύλινη σανίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, -ακος + -πώλης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πινακοπώλης — one who sells small birds plucked and ranged upon a board masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακοπῶλαι — πινακοπώλης one who sells small birds plucked and ranged upon a board masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πινακοπώλην — πινακοπώλης one who sells small birds plucked and ranged upon a board masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek